δρομαίος

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)
τρεχάτος («έφυγε δρομαίος»)
νεοελλ.
1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος
ονομασία του πτηνού εμού της οικογένειας δρομαιίδες
αρχ.
1. (επίθ. του Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων
2. φρ. α) «δρομαῖος λαγωός» — αυτός που τον κυνηγούν
β) «δρομαῖα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.