δρομοκῆρυξ
English (LSJ)
ῡκος, ὁ, runner, postman, Aeschin.2.130, Aen.Tact. 22.3, Polyaen.5.26 (pl.), Philostr.Gym.4, D.C.78.35.
Spanish (DGE)
-υκος, ὁ
correo, enlace οἱ ... Φαλαίκου ... δρομοκήρυκες τἀνθένδε ἐκεῖσε διήγγελλον Aeschin.2.130, τοὺς δρομοκήρυκας, ἐάν τι δέῃ ... παραγγεῖλαι Aen.Tact.22.3, cf. Polyaen.5.26, Philostr.Gym.4, D.C.78.35.1, sinón. δολιχοδρόμος Lex.Tht.80.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
δρομοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας δρομέας, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, σε Αισχίν.
Middle Liddell
German (Pape)
ῡκος, ὁ, der laufende Herold, Eilbote; Aesch. 2.130; vgl. B.A. p. 239; Sp., wie DC. 78.35.