δροσοβόλος
English (LSJ)
δροσοβόλον, dewy, χῶραι Thphr. CP 3.24.4; ἀήρ ib.6.18.3; πανσέληνοι Plu.2.917f.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lugares rociado, lleno de humedad, humedecido por el rocío χῶραι Thphr.CP 3.24.4, cf. 4.14.3, Fr.174.3.
2 de fenóm. atmosféricos productor de rocío, que hace aparecer el rocío ἀήρ Thphr.CP.6.18.3, πνεύματα Plu.Sert.8, αἱ πανσέληνοι Plu.2.917f.
German (Pape)
[Seite 668] Thau werfend, gebend, thauend, ἀήρ, Theophr.; πανσέληνοι, Plut. Qu. nat. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui répand de la rosée.
Étymologie: δρόσος, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
δροσοβόλος: приносящий росу, росистый (πνεύματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δροσοβόλος: -ον, ῥίπτων δρόσον, δροσερός, χῶραι Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 24. 4· ἀὴρ αὐτόθι 6. 18, 3.
Greek Monolingual
-α, -ο και δροσόβολος, -η, -ο (AM δροσοβόλος, -ον)
αυτός που σκορπίζει δροσιά, ο δροσιστικός.