δυναστευτικός

English (LSJ)

δυναστευτική, δυναστευτικόν, arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dinástico ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32, αἵρεσις δυναστευτική elección de carácter dinástico e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.Pol.1306a18.
2 propio de la tiranía op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico Arist.Pol.1272b3
propio de un déspota λόγος Plu.2.818a, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
3 poderoso, hegemónico πόλεις Phld.Rh.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.Adul.5.3G.
II adv. -ῶς despóticamente ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10.

German (Pape)

[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient au pouvoir absolu, ou au possesseur d'un pouvoir absolu.
Étymologie: δυναστεύω.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστευτικός: самовластный, абсолютный (ὀλιγαρχία Arst.; λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς δυνάστην, αὐθαίρετος, ἀντίθ. πολιτικός, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός.