δυσαίακτος

English (LSJ)

δυσαίακτον, most mournful, miserable, ib.6.31.

Spanish (DGE)

-ον muy llorado μόρος LXX 3Ma.6.31.

German (Pape)

[Seite 675] sehr bejammert, jammervoll, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαίακτος: -ον, λίαν οἰκτρός, ἀξιοθρήνητος, Ἑβδ.

Greek Monolingual

δυσαίακτος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.