δυσχορήγητος
English (LSJ)
δυσχορήγητον, difficult to stage, Plu.2.712e.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.
German (Pape)
[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
Russian (Dvoretsky)
δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.
Greek Monolingual
δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.