δωρίς

Greek Monolingual

η (Α δωρίς)
νεοελλ.
1. οπισθοβράγχιο γαστερόποδο της οικογένειας τών δωριδοδών
2. Δωρίδα και Δωρίς (AM Δωρίς)
περιοχή της Στερεάς Ελλάδας ανάμεσα στη Φωκίδα και τη Λοκρίδα
αρχ.
1. ως επίθ. δωρική
2. (για πρόσ.) αυτή που κατάγεται από δωρικό γένος
3. ως ουσ. α) είδος μαχαιριού που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες
β) ονομασία διαφόρων φυτών.

Russian (Dvoretsky)

δωρίς: ίδος ἡ (sc. μάχαιρα) дорический нож (для жертвоприношений) Eur.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
bot. dóride
1 otro n. de ἔχιον viborera, Echium diffusum Sibth. et Sm., Dsc.4.27, Plin.HN 1.22.24, 22.50.
2 otro n. del leontopodio Ps.Dsc.3.96.