εγκάρσιος

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐγκάρσιος, -α, -ον
Α και ἐγκάρσιος, -ον)
πλάγιος, λοξός
νεοελλ.
αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος].