εγκαινιάζω

Greek Monolingual

(Μ ἐγκαινιάζω)
1. τελώ τα εγκαίνια
2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα
3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική»)
μσν.
αγιάζω.