εγκατάσταση
Greek Monolingual
η
1. τοποθέτηση και συναρμογή μηχανών, διατάξεων κ.λπ. σε ορισμένο χώρο («εγκατάσταση μηχανημάτων»)
2. μόνιμη διαμονή σ' έναν τόπο.
η
1. τοποθέτηση και συναρμογή μηχανών, διατάξεων κ.λπ. σε ορισμένο χώρο («εγκατάσταση μηχανημάτων»)
2. μόνιμη διαμονή σ' έναν τόπο.