εγκλιτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκλιτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος
2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά
λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης.

Translations

enclitic

Catalan: enclític; Chinese Mandarin: 附属的; Danish: enklitisk; Dutch: enclitisch; Finnish: enkliittinen; French: enclitique; German: enklitisch; Greek: εγκλιτικός; Ancient Greek: ἐγκλιτικός; Hungarian: enklitikus, simuló, tapadó, csüggő; Icelandic: viðskeyttur; Italian: enclitico; Latin: encliticus; Norwegian Bokmål: enklitisk; Nynorsk: enklitisk; Occitan: enclitic; Russian: энклитический; Serbo-Croatian: enklitički; Swedish: enklitisk; Welsh: enclitig