έγκλιση

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

η (AM ἔγκλισις)
1. κλίση, το να γέρνει κάτι
2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» — οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του
β) «έγκλιση τόνου» — η αποβολή του τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης, ο οποίος οφείλεται στη στενή συνεκφορά των δύο λέξεων
αρχ.
1. η μετάπτωση της φωνής τών αοιδών από ένα μουσικό γένος σε άλλο
2. αποτυχία, ήττα
3. ιατρ. εξάρθρωση.