εγκοπή

Greek Monolingual

η (AM ἐγκοπή)
χαρακιά, εντομή
νεοελλ.
εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου
αρχ.
1. διακοπή
2. εμπόδιο, κώλυμα.