Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εγκόσμιος
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἐγκόσμιος, -ον και -α, -ον) 1.επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμια τα επίγεια αγαθά μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμια τα στολίδια.