εγκύπτω

Greek Monolingual

(AM ἐγκύπτω)
1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή
2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο
αρχ.
1. σκύβω
2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι.