ἐγκύπτω

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκύπτω Medium diacritics: ἐγκύπτω Low diacritics: εγκύπτω Capitals: ΕΓΚΥΠΤΩ
Transliteration A: enkýptō Transliteration B: enkyptō Transliteration C: egkypto Beta Code: e)gku/ptw

English (LSJ)

stoop down and peep in, ἐ. εἴς τι look closely into, Hdt.7.152; κατὰ [τὰς θυρίδας] Pl.R. 359d: abs., ἐγκεκυφότες stooping to the ground, Ar.Nu.191, Th.4.4; δάκτυλοι ἐγκύπτοντες retracted, Hp.Hebd. 51.

Spanish (DGE)

I 1inclinar la cabeza hacia abajo ἐγκύψας κάτω Ar.Ra.804, τί γὰρ οἵδε δρῶσιν οἱ σφόδρ' ἐγκεκυφότες; Ar.Nu.191, cf. Th.4.4, Plu.2.159d, οἱ ... χρηματισταὶ ἐγκύψαντες los usureros que van con la cabeza baja Pl.R.555e, cf. Phdr.254d, D.C.41.58.2, ἀνὴρ ... ἐγκεκυφώς hombre encorvado Adam.2.56
c. dat. inclinarse sobre ἐγκύψαντες βιβλίῳ S.E.P.1.45.
2 adelantar la cabeza, asomarse c. giro prep. καθ' ἃς (θυρίδας) ἐγκύψαντα Pl.R.359d, ἐγκύψας εἰς τὸν λάκκον LXX Bel 40, sin rég. ἐγκύπτοντος τοῦ Θρᾳκός Plu.Alex.12, cf. Str.13.4.14.
3 medic. hacerse ganchudo, agarrotarse δάκτυλοι ψυχροὶ καὶ μέλανες καὶ ἐγκύπτοντες Hp.Hebd.51.
II fig.
1 fijarse, meditar sobre c. εἰς y ac. de abstr. ἐγκύψαντες ... ἐς τὰ τῶν πέλας κακά Hdt.7.152, esp. crist. ref. la Escritura ἐγκεκύφατε εἰς τὰς ἱερὰς γραφάς 1Ep.Clem.45.2, εἰς τὰ λόγια τοῦ θεοῦ 1Ep.Clem.53.1, cf. Polyc.Sm.Ep.3.2, c. περί y gen. περὶ ... δευτέρας Χριστοῦ ἐλεύσεως Gr.Nyss.M.46.832C, c. dat. ἐγκύψωμεν τοῖς εὐαγγελίοις Ast.Am.Hom.13.8.1
raro c. ac. examinar, fijarse en (μύθους) Anon.Prol.7.37.
2 introducirse, engolfarse para conocer detenidamente ἐγκεκυφότες εἰς τὰ βάθη τῆς θείας γνώσεως 1Ep.Clem.40.1, c. dat. τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ... ἐγκύψαντες Hippol.Haer.1.25.1, τῷ βάθει τῆς διανοίας Gr.Nyss.Hom.in Eccl.373.17.

German (Pape)

[Seite 711] sich in, auf Etwas ducken, sich niederbücken; absol. οἱ ἐγκεκυφότες Thuc. 4, 4; Ar. Nubb. 191; οἱ δὲ χρηματισταὶ ἐγκύψαντες οὐδὲ δοκοῦντες τούτους ὁρᾶν Plat. Rep. VIII, 555 e; – auf Etwas hinsehen, ἐς τὰ τῶν πάλας κακά Her. 7, 152; hineingucken, κατὰ τὰς θυρίδας ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν Plat. Rep. II, 359 d; – Sp.

French (Bailly abrégé)

pf. ἐγκέκυφα;
se pencher sur ou dans : ἔς τι pour regarder qch.
Étymologie: ἐν, κύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκύπτω:
1 наклоняться, нагибаться: ἐγκεκυφότες Thuc., Arph., Arst. нагнувшиеся или согнувшиеся; ἐγκύπτοντος καὶ κατασκεπτομένου Plut. нагнувшись и разглядывая;
2 заглядывать (κατὰ τὰς θυρίδας Plat.);
3 разглядывать, пристально всматриваться (ἐς τὰ τῶν πέλας κακά Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύπτω: ῡ: μέλλ. -ψω, κύπτω ἐντὸς καὶ βλέπω, καὶ ἰδεῖν... ἵππον χαλκοῦν κοῖλον, θυρίδας ἔχοντα, καθ’ ἃς ἐγκύψαντες ἰδεῖν ἐνόντα νεκρὸν Πλάτ. Πολ. 359D· ἐγκ. εἴς τι, παρατηρεῖν τι ἐκ τοῦ πλησίον, Ἡρόδ. 7. 152: - ἀπολ., ἐγκεκυφότες, «’σκυμμένοι εἰς τὴν γῆν», Ἀριστοφ. Νεφ. 191, Θουκ. 4. 4: - περὶ τοῦ ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 236, χωρίου ἴδε ἀνακύπτω: - πρβλ. ὡσαύτως ἐκκύπτω.

Greek Monolingual

(AM ἐγκύπτω)
1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή
2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο
αρχ.
1. σκύβω
2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι.

Greek Monotonic

ἐγκύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω και βλέπω μέσα, σε Πλάτ.· ἐγκ. εἴς τι, κοιτώ, ερευνώ εξονυχιστικά, από κοντά, σε Ηρόδ.· απόλ., ἐγκεκῡφότες, σκυμμένοι στο έδαφος, στη γη, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. ψω
to stoop down and peep in, Plat.; ἐγκ. εἴς τι to look closely into, Hdt.:—absol., ἐγκεκῡφότες stooping to the ground, Ar., Thuc.

Lexicon Thucydideum

inclinari, to incline, give way, 4.4.2.