καταγίνομαι
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
Ionic and later for καταγίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 1342] u. καταγινώσκω, spätere gewöhnliche Form für καταγίγνομαι u. καταγιγνώσκω.
French (Bailly abrégé)
c. καταγίγνομαι.
Greek Monolingual
(AM καταγίνομαι, Α και καταγίγνομαι)
ασχολούμαι συνήθως με κάτι (α. «καταγίνομαι με τις δουλειές του σπιτιού» β. «ἐν τούτῳ κατεγίγνετο πάντα τὸν χρόνον», Πολ.)
μσν.
γίνομαι
αρχ.
1. διαμένω, κατοικώ
2. ζω, περνώ τη ζωή μου
3. φθάνω κάπου («καταγίγνεται εἰς βυθόν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
καταγίνομαι: поздн. Plut., Diog. L. = καταγίγνομαι.