εγχειρίζω
Greek Monolingual
(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.
(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.