Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εγωισμός
Greek Monolingual
ο 1. υπερβολική αγάπη κάποιου για τον εαυτό του, φιλαυτία 2. προσωπική φιλοτιμία 3.περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egoisme< λατ. ego)].