εισελαύνω

Greek Monolingual

εἰσελαύνω (Α)
1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)
2. εισέρχομαι
3. επιτίθεμαι
4. εισβάλλω
5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.