εισπέμπω

Greek Monolingual

εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α)
1. στέλνω μέσα ή κάπου
2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου
3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες.