εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α)1. στέλνω μέσα ή κάπου2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες.