εισπνέω

Greek Monolingual

(AM εἰσπνέω)
εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανα
αρχ.
1. κάνω εισπνοή
2. φυσώ πάνω σε κάτι.