η (AM εἰσπνοή)εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοή («εισπνοή οξυγόνου»)νεοελλ.η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.