εισρέω

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.