Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM εἰσρέω)1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)αρχ.-μσν.εισορμώ.