εἰσωπός, -όν (Α)1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο3. φανερός, ορατός.