και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής)1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρός («εκδικητής του φόνου του πατέρα του»)2. υπερασπιστής, προστάτης («ἐκδικητής τών αδυνάτων»).