(AM ἐκδιώκω)1. διώχνω με βίαιο τρόπο2. εξορίζω ή απελαύνωμσν.- νεοελλ.αποπέμπω, απομακρύνω βίαια κάποιον από το αξίωμα ή τη θέση τουαρχ.κατηγορώ.