ἐκζέω (AM)βράζωαρχ.1. εξέρχομαι ορμητικά2. εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ3. (ιδ. για σώμα) εμφανίζω κάτι σε όλη μου την επιφάνεια4. ζυμώνομαι5. παθ. ἐκζέομαιβράζομαι ώσπου να σχηματιστεί ρόφημα.