εκζέω

Greek Monolingual

ἐκζέω (AM)
βράζω
αρχ.
1. εξέρχομαι ορμητικά
2. εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ
3. (ιδ. για σώμα) εμφανίζω κάτι σε όλη μου την επιφάνεια
4. ζυμώνομαι
5. παθ. ἐκζέομαι
βράζομαι ώσπου να σχηματιστεί ρόφημα.