εκκινώ

Greek Monolingual

(-έω) (AM εκκινῶ)
ξεκινώ, αρχίζω να μετακινούμαι
νεοελλ.
αναγκάζω κάτι να ξεκινήσει
αρχ.
1. βγάζω έξω, αναγκάζω να βγει από την κρύπτη
2. ερεθίζω, εξάπτω.