(-έω) (AM εκκινῶ)ξεκινώ, αρχίζω να μετακινούμαινεοελλ.αναγκάζω κάτι να ξεκινήσειαρχ.1. βγάζω έξω, αναγκάζω να βγει από την κρύπτη2. ερεθίζω, εξάπτω.