εκκολάπτω

Greek Monolingual

(AM ἐκκολάπτω)
(για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά
νεοελλ.
1. (-ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι
2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι.