εκκομίζω

Greek Monolingual

(AM ἐκκομίζω)
1. μεταφέρω, μετακομίζω
2. κηδεύω
αρχ.
1. εξάγω
2. προφυλάσσω, διασώζω
3. μετοικώ
4. φέρνω στο σπίτι ή στην πατρίδα
5. υποφέρω ώς το τέλος
6. μέσ. παίρνω όσα μού οφείλουν.