Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) μέτοικος
αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω
νεοελλ.
αποδημώ
αρχ.
είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.