εκκυλίνδω

Greek Monolingual

ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)
Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω
II. (-ομαι)
1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω
2. παρασύρομαι από πάθη
μσν.
παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
2. κοινολογώ, διαδίδω.