Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM ἐκνευρίζω)νεοελλ.ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιοναρχ.-μσν.1. απονευρώνω2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύωαρχ.(μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος.