εκνευρίζω

Greek Monolingual

(AM ἐκνευρίζω)
νεοελλ.
ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιον
αρχ.-μσν.
1. απονευρώνω
2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύω
αρχ.
(μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος.