(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβωαρχ.-μσν.βασανίζω, ταλαιπωρώαρχ.1. διώχνω βίαια κάποιον2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.