εκπιέζω

Greek Monolingual

(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)
αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω
αρχ.-μσν.
βασανίζω, ταλαιπωρώ
αρχ.
1. διώχνω βίαια κάποιον
2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.