στίβω

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

German (Pape)

[Seite 943] seltene Nebenform von στείβω, vielleicht nur Xen. An. 1, 9. 13. τὰς στιβομένας ὁδούς.

Greek Monolingual

Ν
βλ. στείβω.

Russian (Dvoretsky)

στίβω: Xen. v. l. = στείβω.