εκτατός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκτατός, -ή, -όν)
αυτός που επιδέχεται έκταση, που μπορεί να εκταθεί
νεοελλ.
φυσ. το εκτατόν
η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση στο σχήμα τους με μηχανικά μέσα χωρίς να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή τών μορίων τους.