ἐκτατός

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰτός Medium diacritics: ἐκτατός Low diacritics: εκτατός Capitals: ΕΚΤΑΤΟΣ
Transliteration A: ektatós Transliteration B: ektatos Transliteration C: ektatos Beta Code: e)ktato/s

English (LSJ)

ἐκτατή, ἐκτατόν, capable of extension, κῶλα ἐ. καὶ καμπτά Pl.Ti.44e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
extensible, que se puede extender ἐκτατά τε κῶλα καὶ καμπτά Pl.Ti.44e.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτᾰτός: вытянутый, длинный или могущий вытягиваться (ἐκτατὰ καὶ καμπτὰ κῶλα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ, Πλουτ. Τιμ. 44Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκτατός, -ή, -όν)
αυτός που επιδέχεται έκταση, που μπορεί να εκταθεί
νεοελλ.
φυσ. το εκτατόν
η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση στο σχήμα τους με μηχανικά μέσα χωρίς να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή τών μορίων τους.