εκτόπιση
Greek Monolingual
η (AM ἐκτόπισις)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτοπίζω, εκτοπισμός, απομάκρυνση από τη θέση, εξορία
2. εκπατρισμός, απέλαση.
η (AM ἐκτόπισις)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτοπίζω, εκτοπισμός, απομάκρυνση από τη θέση, εξορία
2. εκπατρισμός, απέλαση.