εκτοπίζω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
(AM ἐκτοπίζω)
απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω
νεοελλ.
1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω
2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση του
3. βάζω στην άκρη, παραμερίζω («οι νέες ιδέες εκτόπισαν τις παλιές»)
4. (με εχθρ. έννοια) απωθώ τον εχθρό από τις θέσεις του
αρχ.
1. μεταστρέφω, μεταβάλλω
2. (αμτβ.) (κυρ. για πουλιά ή ψάρια) αποδημώ, μεταναστεύω
3. (για ρήτορα) μέσ. απομακρύνομαι από το θέμα μου, περιφέρομαι
4. αποφεύγω, ξεφεύγω.