ελένιο

Greek Monolingual

το (Α ἑλένιον)
νεοελλ.
πολυετές φυτό της Αμερικής, της οικογένειας τών συνθέτων
αρχ.
1. ονομασία φυτού, κόνυζα
2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια.