ελαιογόνος
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που παράγει λάδι, ο ελαιοπαραγωγός
2. το ουδ. ως ουσ. «ελαιογόνο αέριο» — ονομασία χημικής οργανικής ένωσης.
-ο
1. αυτός που παράγει λάδι, ο ελαιοπαραγωγός
2. το ουδ. ως ουσ. «ελαιογόνο αέριο» — ονομασία χημικής οργανικής ένωσης.