ελαιοδόχος
Greek Monolingual
-ο και ελαιοδόκος, -ο (AM ἐλαιοδόχος, -ον και ἐλαιοδόκος, -ον)
(για δοχείο) αυτός στον οποίο τοποθετείται μόνο λάδι, προορισμένος για λάδι.
-ο και ελαιοδόκος, -ο (AM ἐλαιοδόχος, -ον και ἐλαιοδόκος, -ον)
(για δοχείο) αυτός στον οποίο τοποθετείται μόνο λάδι, προορισμένος για λάδι.