ἐλαιοδόκος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοδόκος Medium diacritics: ἐλαιοδόκος Low diacritics: ελαιοδόκος Capitals: ΕΛΑΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: elaiodókos Transliteration B: elaiodokos Transliteration C: elaiodokos Beta Code: e)laiodo/kos

English (LSJ)

or ἐλαιοδόχος, ον, holding oil, Hdn.Epim.78, Suid. s.v. ληκύθιον.

German (Pape)

[Seite 788] ον, u. ἐλαιοδόχος, Oel enthaltend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοδόκος: ἢ -δόχος, ον, ὁ δεχόμενος ἔλαιον, ἐλαιοδόχον ἀγγεῖον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλάττουσι τὸ ἔλαιον «λαδικόν», «ῥοΐ», Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. σ. 78, Σουΐδ ἐν λέξ.: λήκυθον τὴν τοῦ μύρου.