ελαστικότητα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ελαστικού, της έκτασης και επαναφοράς στις αρχικές διαστάσεις
2. η ικανότητα κάποιου να προσαρμόζεται κάθε φορά στις περιστάσεις
3. η έλλειψη ηθικής αυστηρότητας και συνέπειας.