Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ελαφήσιος
Greek Monolingual
και λαφήσιος, -α, -ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό («ελαφήσιο δέρμα, κρέας, τρέξιμο κ.λπ.») 2.φρ. «ελαφήσιο τρέξιμο» — πολύ ταχύ 3.φρ. «ελαφήσιο βάδισμα» — ανάλαφρο, χαριτωμένο.