εμπήγω

Greek Monolingual

και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω)
μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι να παγώσει
2. μέσ. ἐμπήγνυμαι
προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον
3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη.