εμπίπτω
Greek Monolingual
(AM ἐμπίπτω)
1. επιτίθεμαι ορμητικά
2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.- νεοελλ.
περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου», «το θέμα εμπίπτει στο αντικείμενο της ψυχολογίας»)