εναποθήκευση
Greek Monolingual
η
αποθήκευση, συσσώρευση, συγκέντρωση, διαφύλαξη πραγμάτων σ' έναν τόπο («εναποθήκευση σοδειάς, τροφίμων» κ.λπ.).
η
αποθήκευση, συσσώρευση, συγκέντρωση, διαφύλαξη πραγμάτων σ' έναν τόπο («εναποθήκευση σοδειάς, τροφίμων» κ.λπ.).