ενασκώ

Greek Monolingual

(AM ενασκῶ, -έω)
νεοελλ.
εξασκώ, κάνω χρήση δικαιώματος ή ιδιότητας («ενασκεί προεδρικά καθήκοντα»)
μσν.
(για μοναχούς) μονάζω
αρχ.
1. γυμνάζω, ασκώ κάποιον
2. (ενεργ. αμτβ.) γυμνάζομαι
3. είμαι ενυφασμένος, κεντημένος πάνω σε κάτι.